Βιβλίο
Δε μ' αρέσουν οι Κυριακές

Κωνσταντίνος Γυπαράκης
Αθήνα
Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
2001
σ. 347
Σχήμα: 21χ14
Δέσιμο: Μαλακό εξώφυλλο
ISBN: 978-960-14-0424-0
Ελληνική Λογοτεχνία
Κυκλοφορεί
Τιμή: 16.39€ Φ.Π.Α.: 6%
(Τελευταία Ενημέρωση Τιμής: 22-09-2005)
Περίληψη:

Μου ζήτησαν να γράψω μια περίληψη του βιβλίου. Να γράψω, ήθελαν, σε δέκα δεκαπέντε στίχους το όνειρο μιας ολόκληρης ζωής. Το είπα στη γυναίκα μου. Με κοίταξε ψύχραιμα και μου είπε: "Φαντάσου ότι σου ζήτησαν να γράψεις για κάποια από τις συμφωνίες του Μότσαρτ, ας πούμε την 29η, ή για τότε προ δεκαπενταετίας που είχε ανέβει πρώτη φορά ο Βαν Μόρισον στον Λυκαβηττό, ή θυμήσου πώς ένιωσες τότε που γεννήθηκε η κόρη μας ή τότε που με γράμματα υπηρετούσες τη θητεία σου στο στρατό. Μπορείς ακόμα να ανασύρεις από τη μνήμη σου πώς έκλαιγες στην αγκαλιά μου τότε που μάθαμε πως πέρασες στη Νομική, τις σαββατιάτικες εξόδους μας στον "Ιπποπόταμο" με σάντουιτς τόνου διά δύο και σαγκρία και τρεχάλα λίγο μετά τις δώδεκα για να προλάβουμε το τελευταίο λεωφορείο της επιστροφής. Θυμήσου κάποτε πώς αγναντεύαμε το Αιγαίο πριν γίνουν οι Κυκλάδες ξαπλώστρες για πάσης φύσεως ενοχές. Γράψε φέρνοντας στο μυαλό σου τις δυσκολίες που σε προσγείωναν πάντα να χαίρεσαι με τις μικρές πολυτέλειες, όπως τα αυγουστιάτικα βράδια στη "Δεξαμενή"". Έτσι μου μίλησε η γυναίκα μου· τελειώνοντας μόνο μου είπε να μην ξεχάσω πως όλα αυτά δεν είναι παρελθόν, είναι η ζωή μας.
Με λένε Νώντα. Δε μ' αρέσουν οι Κυριακές. Είναι σαν τις πουτάνες. Γδύνονται αργά, για να σε φτιάξουν, και μετά ντύνονται γρήγορα τα ρούχα της μιζέριας της Δευτέρας. Συχνάζουν πάντα στα σοκάκια των φτωχών, βάφονται πρόστυχα στα χρώματα που λάμπουν στο σκοτάδι μιας σκληρής ζωής, κοιμούνται στα όνειρα όλων των παιχνιδιών εκείνων των παιδιών που παίζουν βόλους με τα άστρα, λιμνάζοντας μέσα στα κουκλόσπιτα που στήνουν οι βιτρίνες, και παίζουν θέατρο στους περαστικούς την ίδια τη ζωή τους.
Η Νάσια ήταν ντυμένη allegro moderato. Μαύρο φόρεμα κοντό, μια πιθαμή πάνω από τα γόνατα, ένα ημίπαλτο στο μπλε της θυμωμένης θάλασσας λίγο να χάσκει στων γονάτων της τον ορίζοντα, μπότες βελούδινες στο απόλυτο μαύρο να ανεβαίνουν πάνω κι από τους κροτάφους των υπέροχων ποδιών της. Κάλτσες, όχι καλσόν, με τελείωμα δαντέλας ν' αφήνουν ξέσκεπο τον ανθισμένο κήπο της.